Μια φορά ο Χότζας πήγε για δουλειές στην πρωτεύουσα της χώρας του. Έδεσε τον γάιδαρό του στην πλατεία της αγοράς, και ο ίδιος πήγε για ψώνια. Ο γάιδαρος βαρέθηκε να στέκεται σ' ένα μέρος (στη σκακιέρα στο τετράγωνο ε4). Με τα δόντια του έκοψε το σχοινί που τον έδεσε ο Χότζας και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης. Ο γάιδαρος πείνασε και γύρω του υπήρχαν πολλές νόστιμες τροφές - χρυσαφένιος σιταρένιος καρ­πός. Αλλά σαν κατάρα, την τροφή αυτή δεν μπορούσε να τη δοκι­μάσει. Οι ιδιοκτήτες του σιταριού με κραυγές και με ξύλα έδιω­χναν τον γάιδαρο μακριά. Γύρισε εδώ και εκεί ο γάιδαρος και άξαφνα του 'ρθε μια ιδέα.

Ναι, αγαπητοί μου, μην εκπλήττεσθε, πως και οι γάιδα­ροι έχουν ιδέες. Μα αυτός ήταν ο γάιδαρος του Νασρεντίν Χότζα, για τον οποίο μά­λιστα, οι πιο σοβαροί κάτοι­κοι της πόλης λέγανε, πως μπορεί και να διαβάζει. Και η ιδέα του γαιδάρου είναι ασφαλώς συνδεδεμένη με το σιτάρι το πιο ξεχωριστό, το πιο καλό σιτάρι ο γάιδαρος το είδε μέσα από το περί­φραγμα, στο παλάτι του βασιλιά. Το 'σπερνε το σιτάρι αυτό ο προνευσταγμένος αγωγιάτης, για τα άλογα του σάχη. Όταν θα μά­θετε, τι συνέβη αργότερα, δεν θα εκπλαγείτε, στο ότι οι αυλικοί κατηγόρησαν το αγωγιάτη αυτόν για απόπειρα κατά της ζωής του Σάχη και διέταξαν να του πάρουν το κεφάλι. Αλλά όλα αυτά, ο γάιδαρος μας ακόμα δεν τα 'ξερε. Αυτός νόμιζε πως οι φύλα­κες στο παλάτι κοιμούνται βαριά, και κανένας δεν θα τον εμπο­δίσει να απολαύσει το σιτάρι. Ο γάιδαρος ανεμπόδιστα πέρασε μέσα από το στενό πορτάκι και με βουλιμία άρχισε να τρώει (κί­νηση 1. Ι δ2+). Τη στιγμή αυτή από τα διαμερίσματά του φάνηκε ο ίδιος ο Σάχης. Ο γάιδαρος μόλις είδε το Σάχη, φοβήθηκε και ρί­χτηκε στο πλάγι, προσπαθώντας γρήγορα να φύγει από το πορτάκι. Αλλά αν και ο γάιδαρος ήταν σοφός, να βρει το πορτάκι, από το φόβο του δεν ήταν εύκολο... Αλλά και ο Σάχης δεν ήταν και τόσο ανδρείος. Σαν είδε, πως ο γάιδαρος τρέχει από εδώ και από κει αποφάσισε, πως ο γάιδαρος θα' ναι λυσσασμένος. Και ο Σάχης τότε άρχισε να τρέχει μέσα στους δρόμους του παλατιού (κίνηση 1 . ... Ρβ2). Μόνο ακουγόταν η κραυγή του: «Βοήθεια! φύ­λακες. Λυσσασμένος γάιδαρος»!

Ο Σάχης κραύγαζε με τέτοια φοβισμένη και αλλαγμένη φωνή ώστε οι φύλακες που ξύπνησαν δεν ξέρανε, τι να σκεφθούν. Μή­πως ο Σάχης τρελάθηκε; Αυτοί μείνανε στις θέσεις τους, φοβού­μενοι να κουνηθούν. Και ο γάιδαρος με τον Σάχη όλο και ριχνό­ντουσαν ο ένας πίσω απ' τον άλλο στους δρόμους του παλατιού: ο Σάχης με κραυγές, ο γάιδαρος με μουγκρητά (κίνηση 2. Ιε4+Ρβ3, 3. Ια5+ Ρβ4, 4. Ιγ6+). Δεν ξέρουμε επί πόσο καιρό θα εξακολουθούσε αυτό, αν ευτυχώς που ο Χότζας βρέθηκε εκεί κο­ντά και άκουσε το μουγκρητό του γαιδάρου του. Έτρεξε στο Πα­λάτι, έπιασε το γάιδαρό του από το σχοινί που κρεμότανε στο λαιμό του και γρήγορα τον απομάκρυνε. Ύστερα, ο γάιδαρος του Νασρεντίν Χότζα ήσυχα έτρωγε το στάρι που του ετοίμασε ο ιδιο­κτήτης του. Και μόνο ο Σάχης από τότε άρχισε να υποφέρει από αϋπνίες.

Η ΙΣΟΠΑΛΙΑ

Παναγιώτης Κονιδάρης

Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα στην Ανατολή ένας πανίσχυρος χαλίφης. Ήταν σκληρός και δραστήριος, με κοφτερό μυαλό, πάει να πει επικίνδυνος. Ο ηγεμόνας εκείνος είχε βρει έναν πολύ καλό τρόπο για να διατηρεί στο βασίλειό του την ειρήνη. Γνωρίζοντας πόσο οξύθυμοι και φιλοπόλεμοι μπορούσαν να αποδειχθούν οι εμίρηδές του, είχε κατορθώσει, άλλοτε με ακριβά δώρα, άλλοτε με πειθώ αλεπούς κι άλλοτε πάλι με λιγότερο γαλαντόμες πρακτικές, να τους πείσει πως ο πόλεμος δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, έλεγε, ήταν παιδί της οπισθοδρόμησης και κουσούρι κακό της ράτσας τους. Στην πραγματικότητα βέβαια ήξερε πως ο πόλεμος δε μένει ποτέ στα σοκάκια, μα γοργά κυλάει κι απλώνεται σαν ορμητικό ρυάκι και στους δρόμους τους κεντρικούς και ίσως κάποτε να έφτανε και στο πλουμιστό παλάτι, στο οποίο ζούσε ο ίδιος με τη βασιλική φαμελιά και τους καλοθρεμμένους συμβουλάτορές του.


Ήξερε όμως καλά ο πονηρός χαλίφης πως οι μνησικακίες, οι έριδες και οι αψιμαχίες κυλούσαν μέσα στο αίμα των υπηκόων του. Γι’ αυτό και τους είχε αναγκάσει να λύνουν τις διαφορές τους με έναν, αν μη τι άλλο, πρωτότυπο όσο και αναίμακτο τρόπο. Αντί να αρματώνουν σιδερόφρακτους στρατούς, αντί να ερημώνουν τα σπίτια και τα χωράφια από αντρίκια χέρια, αντί να σπαταλούν χρυσά νομίσματα σε τόξα και γιαταγάνια και να καίνε τα σπαρτά και να ξεχερσώνουν τη γη και να σφάζουν τα κοπάδια και να ματοκυλάνε τους ανήμπορους και τους μάχιμους ομάδι, τους έβαζε να ξεκαθαρίζουν τα νιτερέσα τους παίζοντας σκάκι. Ναι, σκάκι!


Μια φορά λοιπόν το χρόνο, μάζευε όλους τους εμίρηδες σε κάποιο από τα θερινά του ανάκτορα και τους έβαζε να παίζουν μεταξύ τους, ώστε να εκτονωθεί το συσσωρευμένο μένος πάνω στην ξύλινη σκακιέρα, κι όχι στα εδάφη της επικράτειάς του. Με τον τρόπο αυτό η χώρα ευημερούσε, μα ευημερούσε και το πολύπλοκο εκείνο παιχνίδι, το σκάκι. Οι εμίρηδες γνώριζαν πολύ καλά πως το να μην είσαι ικανός παίκτης σου στερούσε όχι μόνο δόξα και φήμη, όχι μόνο την εύνοια του παντοδύναμου χαλίφη, μα και σημαντικά πλούτη, απ’ αυτά που προσπορίζει πάντα το κύρος. Οι αξιωματούχοι που δεν κατάφερναν να διακριθούν σε τέτοιους αγώνες, σχεδόν πάντα υποβιβάζονταν σε πιο παρακατιανές κάστες, βούλιαζαν στην ανυποληψία και απαιτούνταν από μέρους τους σκληρή και επίπονη προσπάθεια για να αξιωθούν να βρεθούν ξανά κοντά στο θρόνο.


Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το σκάκι είχε γίνει το σύμβολο της δύναμης και της κυριαρχίας και κάθε εμίρης φρόντιζε να εξασκείται σ’ αυτό πολύ πιο συχνά απ’ όσο στις καμηλοδρομίες ή στο κυνήγι με γεράκια. Επιπλέον, μεριμνούσε ώστε τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του να ασχολούνται εξ απαλών ονύχων με το παιχνίδι, όπως εξάλλου συνέβαινε και με τους απρόθυμους υπηκόους του. Έτσι γινόταν, και το σκάκι είχε αποκτήσει κανονιστική θέση σ’ ολάκερο το χαλιφάτο, αφού όσο μεγαλύτερη δυναμικότητα επιτύγχανε κάποιος, τόσο αυξάνονταν και οι πιθανότητες ανάρρησης σε σημαντικούς διοικητικούς θώκους.


Ωστόσο τα εξήντα τέσσερα τετράγωνα της σκακιέρας δεν ήταν αποκλειστικά πεδίο μάχης λαμπρό. Υπήρχαν φορές που είχαν αναδείξει προσωρινές ή μονιμότερες συμμαχίες, που συνήθως καθορίζονταν από τις συγκυρίες ή τις επί μέρους επιδιώξεις των αξιωματούχων. Υπήρχε και μια περίπτωση δύο αντρών όπου η μάχη με τους άσπρους και μαύρους πεσσούς ήταν προέκταση της φιλίας τους. Μιας φιλίας ονομαστής και αξιομνημόνευτης σε όλο το βασίλειο. Ο ένας ήταν ένας γηραιός εμίρης με μακριά λευκή γενειάδα. Θεωρούνταν τόσο σοφός που τον αποκαλούσαν ακριβώς έτσι : ο Σοφός. Ο άλλος δεν ήταν παρά ο νεαρότερος από όσους συμμετείχαν σ’ εκείνους τους ιδιότυπους αγώνες. Η βαθιά φιλία που συνέδεε τους δύο άντρες, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, δεν έβρισκε σκοντάματα στις παρτίδες σκακιού, πόσο μάλλον που το σκάκι αποτελούσε προέκτασή της. Πολλές φορές τους είχαν δει να επισκέπτονται ο ένας την εστία του άλλου, χωρίς σουραύλια και κύμβαλα, χωρίς συνοδείες και ακολούθους και άλλες περιττές επισημότητες, έτσι, απλά και ζεστά. Και αμέτρητες ακόμα φορές τους είχαν δει να παίζουν σκάκι, τη μία παρτίδα μετά την άλλη, ξανά και ξανά, αντλώντας από το παιχνίδι όλη την ικανοποίηση που αυτό μπορεί να προσφέρει στους μύστες. Και έλεγαν πως είχαν κάτι αλλιώτικο εκείνες οι παρτίδες. Λες και τα κομμάτια δεν τα κινούσε η δίψα της νίκης και ο καιροσκοπισμός, όπως συνηθιζόταν, μα η στρατηγική και η φαντασία. Όμως εκείνη η σφυρηλατημένη στο αμόνι του χρόνου φιλία έμελλε κάποτε να δοκιμαστεί για τα καλά.


Ήταν σε μια από τις ετήσιες συναντήσεις των εμίρηδων στα ανάκτορα που έλαχε να συμβεί αυτό. Μετά από ανελέητες μάχες, διαγκωνισμούς και μηχανορραφίες μέσα κι έξω από τα ασπρόμαυρα τραπέζια, η κατάσταση είχε πάρει να ξεκαθαρίζει. Το έβλεπε κανείς ξεκάθαρα στα πρόσωπα των εμίρηδων. Όσοι είχαν πετύχει αρκετές νίκες είχαν φορέσει τα πιο πλατιά τους χαμόγελα και δεν μπορούσαν να κρύψουν την άγρια χαρά που φούσκωνε στα στήθια τους. Όσοι ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων παρέμεναν απομονωμένοι και κατηφείς ή στριμώχνονταν στις γωνιές, ο ένας κοντά στον άλλο, όπως τα ζώα που κινδυνεύουν. Υπήρχε και μια μερίδα σκακιστών που εξαρτιόνταν η επιτυχία τους από τον αγώνα της τελευταίας μέρας, ανάμεσά τους κι οι δύο φίλοι, ο Σοφός και ο νέος.


Την τελευταία νύχτα ο νέος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Η θεά Κάισσα τα έφερε έτσι που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στην πιο κρίσιμη παρτίδα τον αγαπημένο του φίλο. Τον επισκέφτηκε στο κατάλυμά του όταν οι δάδες είχαν πάρει να σβήνουν. Ο Σοφός τον υποδέχτηκε ξαφνιασμένος, καθώς τύλιγε γύρω του ένα λινό μανδύα.


«Ποιο καλό όνειρο σε κρατάει ξύπνιο τέτοιαν ώρα;» αναρωτήθηκε.


«Δεν είναι όνειρο καλέ μου φίλε» απάντησε βιαστικά ο νέος «μόνο η ανησυχία και ένα σφίξιμο με συντρόφεψαν στην κλίνη μου».


«Ανησυχία; Για ποιο πράγμα;»


«Δεν το ξέρεις άραγε ήδη; Αύριο θα κονταροχτυπηθούμε οι δυο μας. Εσύ παίζεις με τα λευκά κομμάτια κι εγώ με τα μαύρα. Όποιος από τους δυο μας χάσει, χάνεται. Τι θα κάνουμε;»


Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας.


«Δεν είσαι από αυτούς που φοβούνται τον αντίπαλο, όταν μάλιστα τον ξέρουν σαν την απαλάμη τους. Είσαι πολύ δυνατός παίκτης. Θαρρώ πως ούτε κι ήττα σε τρομάζει. Κάτι άλλο ήρθες να μου πεις».


Ο νέος κατέβασε το κεφάλι. Έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά μίλησε κομπιάζοντας.


«Είδα και τα υπόλοιπα αποτελέσματα. Αρκεί μια ισοπαλία για να σωθούμε και οι δυο μας. Αυτό ήρθα να σου προτείνω».


«Να σωθούμε; Θα σωθούμε τάχα;» μονολόγησε ο Σοφός.


«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω» ρώτησε ο νέος, μα ο Σοφός σαν να μην τον άκουσε ρώτησε με τη σειρά του.


«Και ποιος θα είναι ο αντίκτυπος της ισοπαλίας μας στους άλλους εμίρηδες;»


«Κάποιος άλλος θα υποβιβαστεί αντί για μας. Είναι πολλοί οι υποψήφιοι. Τι σε κόφτει όμως γι’ αυτούς; Σάμπως δεν ήταν αντίπαλοί μας από την αρχή;»


«Σκέφτομαι τα παιδιά σου. Τους έχεις μάθει σκάκι, έτσι δεν είναι; Αναρωτιέμαι επίσης τι θα σκεφτόσουν αν ήσουν στη δυσχερή θέση να εξαρτάται η δική σου υποβάθμιση από κάποιους άλλους. Δε με μέλλει ωστόσο γι’ αυτούς. Εμάς τους δυο αναλογίζομαι καλέ μου φίλε».


Ο νέος ανασήκωσε τους ώμους. Ο γέρος εκείνο το βράδυ μιλούσε σιβυλλικά. Μακρά σιωπή επικράτησε στο δώμα. Από το ανοικτό κρεμμυδοειδές παράθυρο έμπαινε μόνο μια απαλή αύρα και έφταναν κάποια μακρινά κρωξίματα από νυχτοπούλια. Ο Σοφός σηκώθηκε και φύσηξε το κερί. Το φεγγαρίσιο αντιφέγγισμα κύλησε στο ξύλινο πάτωμα, ήταν όμως τόσο αχνό που δεν αρκούσε για να φωτίσει τα πρόσωπά τους.


«Μα…το κερί αργούσε να σωθεί. Κι η νύχτα αργεί ακόμα να περάσει» διαμαρτυρήθηκε ο νέος.


«Ζούμε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το κερί είναι η φιλία μας, είναι το σκάκι, είναι όλα όσα μας φωτίζουν τα πρόσωπα. Χωρίς αυτά, υπάρχει μόνο σκοτάδι. Τέτοιο, που δε μπορούμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Τόσο, που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Ακόμα χειρότερα, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Το είδωλο μας στον καθρέφτη θα παραμείνει ζοφερό. Και η αυγή, όπως πολύ σωστά παρατήρησες, αργεί να φτάσει».


Ο νέος δεν αποκρίθηκε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι και έπεσε σε περισυλλογή. Άρχιζε να καταλαβαίνει τι προσπαθούσε να του πει ο Σοφός εμίρης. Εκείνος τότε συνέχισε.


«Η θεά Κάισσα δε μου φυλάει πολλά χρόνια ακόμα στο δισάκι μου. Μην προσπαθείς να μου στερήσεις τα λίγα που μου απομένουν και που με κάνουν να μη ντρέπομαι γι’ αυτά. Τη φιλία, την τιμιότητα, το φιλότιμο, την ακεραιότητα, τη συμπόνια και το κουράγιο. Α, ναι. Και το σκάκι».


Ο νέος σηκώθηκε και σκούπισε αργά με την ανάστροφη της παλάμης του το υγρό του μάγουλο. Έσκυψε μετά και φίλησε το χέρι του Σοφού.


«Αύριο λοιπόν. Καλυνύχτα» είπε και χάθηκε στους μισοσκότεινους διαδρόμους του παλατιού.


Την επομένη στο μεγάλο ντιβάν, λίγο πριν την έναρξη των τελευταίων αγώνων, μπορούσε κανείς να αισθανθεί την ένταση στον αέρα. Οι εμίρηδες έφτιαχναν μικρές ομάδες και σχολίαζαν με θόρυβο τα μέχρι τότε αποτελέσματα. Μόνο ο νέος έμενε καθιστός στη σκακιέρα του, αμίλητος, χωρίς να συμμετέχει. Είχε αποφασίσει να παίξει την παρτίδα καθαρά και ας κέρδιζε ο καλύτερος. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να δοκιμάσει με το γέροντα, αφού είχαν παίξει μυριάδες φορές ως τώρα και γνώριζε ο ένας το παιχνίδι του άλλου σαν κάλπικη δεκάρα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι μέχρι τότε παρτίδες τους ήσαν μοιρασμένες. Άλλοτε επικρατούσε το ήρεμο στρατηγικό παιχνίδι του Σοφού κι άλλοτε το δυναμικό και επιθετικό που χαρακτήριζε τον ίδιο. Μόνο που τούτο το παιχνίδι ήταν πολύ διαφορετικό. Όχι γιατί τον έφερνε μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας, μα επειδή ήξερε πόσο κακό θα μπορούσε να κάνει στο φίλο του νικώντας.


Όταν ο χαλίφης μπήκε στη χρυσοποίκιλτη αίθουσα, τα μουρμουρητά κόπασαν μονομιάς και, μετά από κάποια σύντομα διαδικαστικά, όλοι έσπευσαν να καθίσουν στις θέσεις τους για τον τελευταίο γύρο. Ο Σοφός έσφιξε με θέρμη το χέρι του νέου και αντάλλαξαν ένα πλατύ χαμόγελο. Οι πρώτες κινήσεις παίχτηκαν γρήγορα:


1.δ4, δ5 2. γ4


Ο νέος τότε σταμάτησε. Δάγκωνε τα χείλια του και έστεκε αναποφάσιστος. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα σχέδιο πρωτότυπο, που ποτέ πριν δεν είχε αποτολμήσει. Ήξερε πως η ιδέα του ήταν τολμηρή και επιθετική, μα συνάμα ριψοκίνδυνη αφού έκοβε όλες τις γέφυρες πίσω της, ισορροπώντας την παρτίδα στο χείλος του γκρεμού. Μα μια τόσο σημαντική παρτίδα, μόνο επί ξυρού ακμής μπορούσε να παιχτεί:


2….ε5.


Ο γερο- εμίρης φάνηκε να ξαφνιάζεται από την παράδοξη κίνηση. Στο νέο φάνηκε πως γελούσε πίσω από την άσπρη γενειάδα του, μα δε θα έπαιρνε κι όρκο γι’ αυτό. Ο Σοφός μετά από λίγη σκέψη έκοψε το πιόνι. Ακολούθησαν μερικές ακόμα κινήσεις με γοργό ρυθμό.


3. δε5, δ4 4. ε3, Αβ4+ 5. Αδ2, δε3.


Σε εκείνο το σημείο ο νέος είδε με τα μάτια της φαντασίας του μια παγίδα. Αρκούσε ο Σοφός να υποτιμήσει τη θέση για να την δει να καταρρέει ως εξής: 6. Α:β4, εζ2+ 7. Ρε2, ζ:η1=Ι+ 8. Π:η1, Αη4+. Ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Υπήρχε περίπτωση ο γέροντας να επιθυμούσε την ήττα του; Όχι! Μετά από κάμποση σκέψη ο άντρας πίσω από τα λευκά έπαιξε


6. Βα4+ και η σκακιέρα πήρε φωτιά καθώς κανείς από τους δύο βασιλιάδες δε θα μπορούσε πια να αισθάνεται ασφαλής. Ο νέος ένιωσε την κάψα στον λαιμό του και βλέποντας ότι χάνει υλικό πέρασε στην αντεπίθεση.


6.…Ιγ6 7. Α:β4, εζ2+ 8. Ρ:ζ2, Βθ4+ 9.η3, Βδ4+ 10. Ρε1, Βε4+


Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο σημείο στην παρτίδα. Ο άντρας με τα μαύρα έβλεπε πως θα μπορούσε να κερδίσει τώρα έναν ολόκληρο πύργο. Αυτό όμως θα άφηνε τον αντίπαλο βασιλιά να κρυφτεί και τον δικό του έρμαιο στα νύχια των λευκών κομματιών. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τις διακλαδώσεις του παιχνιδιού, μα δεν μπορούσε να δει στο βάθος του λαβυρίνθου. Δίπλα τους σχεδόν, δύο άλλοι εμίρηδες σηκώνονταν από τη σκακιέρα έχοντας κάνει μια επιδεικτικά σύντομη και προκλητικά προσυμφωνημένη ισοπαλία. Έμοιαζαν ικανοποιημένοι, προφανώς γιατί έτσι είχαν γλιτώσει το τομάρι τους, τουλάχιστον για ένα χρόνο ακόμη. Ο νέος συγκεντρώθηκε ξανά στην παρτίδα του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Σοφό. Έμοιαζε κι εκείνος απορροφημένος, μα αυτή τη φορά ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο είχε ξεχαστεί στο γαλήνιο πρόσωπό του. Και τότε ο νέος συνειδητοποίησε κάτι που είχε παραβλέψει μέσα στην άψη της μάχης. Συνειδητοποίησε πως θα μπορούσε απλά να εκβιάσει την ισοπαλία με επανάληψη των κινήσεων. Αν αποδεικνυόταν αδηφάγος μπορούσε να προκαλέσει τη θεά Κάισσα και στο τέλος να ηττηθεί. Είχε ωστόσο κάνει το καθήκον του.


11. Ρζ2, Βδ4+ 12. Ρε1, Βε4+ έπαιξε και αλληλοκοιτάχτηκε με το φίλο του. Μεμιάς έσφιξαν τα χέρια, πιο δυνατά από ποτέ, και συμφώνησαν μια λυτρωτική ισοπαλία.

 

alt


 


 


 


Η ισοπαλία έδωσε στους δύο φίλους το δικαίωμα να παραμείνουν στην κορυφή της πυραμίδας και να εξακολουθήσουν να έχουν την εύνοια του χαλίφη. Όμως κανείς από τότε δεν τους ξαναείδε να συμμετέχουν στους ετήσιους αγώνες. Αποτραβήχτηκαν στα εμιράτα τους και ποτέ πια δεν εμφανίστηκαν στο έκπαγλο σεράι, στη Μεγάλη Πόλη. Μολονότι αποκομμένοι από τις σκακιστικές μάχες δεν έπαψαν να πραγματοποιούν τις καθιερωμένες τους επισκέψεις και να παίζουν το λατρεμένο τους παιχνίδι για κάμποσα χρόνια ακόμα, μέχρις ότου ο Σοφός εμίρης άφησε την τελευταία του πνοή.


Λίγο καιρό αργότερα παραδόθηκε μια παλιά και φθαρμένη περγαμηνή στα χέρια του νεαρού εμίρη. Γνώρισε αμέσως το γραφικό χαρακτήρα του παλιού του φίλου. Με τρεμάμενα χέρια διάβασε σ’ αυτήν τις αναλύσεις του Σοφού που αποδείκνυαν πως θα έπρεπε να είχε πάρει εκείνον τον πύργο, με πολύ καλές τύχες να νικήσει στην παρτίδα. Όμως ο νέος γνώριζε καλά πια, πως στη ζυγαριά της ψυχής του βάραινε πιότερο εκείνη η ισοπαλία, απ’ όλες τις νίκες του κόσμου. Γιατί ενώ είχε πολλά ψεγάδια για τα οποία θα μπορούσε να ντρέπεται, ανάμεσα σ’ αυτά δεν ήταν το σκάκι.


 


…………………………………………………………………………..


 


Υ.Γ. Η ιστορία είναι φανταστική, μα άλλο τόσο θα μπορούσε να είναι και πραγματική (όπως και το πρόσφατο γεγονός που την ενέπνευσε). Η παρτίδα εντούτοις είναι πέρα από κάθε αμφιβολία υπαρκτή. Έπαιζα μαύρος εναντίον του αδερφικού φίλου Νίκου Δ. Δεν κέρδισα χρήματα ή δόξα μετά το τέλος της,

ούτε που έγινα καλύτερος σκακιστής. Όμως θαρρώ πως έγινα λίγο καλύτερος άνθρωπος.

Ο μαγεμένος ελέφαντας

Συνέβη πριν από πάρα πολλά χρόνια στην Ινδία. Ένα παιδάκι με όνομα Ραντζ πήγαινε μέσα από το πυκνό τροπικό δάσος και τραγουδούσε εύθυμο τραγουδάκι. Το τραγούδι έλεγε για τους θαυμαστούς κοκοφοίνικες που φτάνουν σε ύψος τον ουρανό και δίνουν τόσο νόστιμους καρπούς: Επίσης έλεγε και για τα μικρά εύθυμα πουλάκια, που τόσο όμορφα ψιθυρίζουν και κάνουν χα­ρούμενα όλα τα ζωντανά πάνω στη γη.

Άξαφνα ο Ραντζ άκουσε τρομερό αναστεναγμό. Το παιδάκι στην αρχή φοβήθηκε και ήθελε να φύγει στην αντίθετη πλευρά, αλλά υπερνίκησε το φόβο του. Μπορεί κάποιος να έχει ανάγκη από βοήθεια, αναρωτήθηκε.

Ο Ραντζ άνοιξε το θάμνο και είδε, πεσμένο στο έδαφος έναν ελέφαντα. Και αμέσως ο ελέφαντας μίλησε με ανθρώπινη φωνή: «Αγόρι μου, βοήθησέ με». 1 Έχω στο πόδι μου μια μεγάλη αγκίδα. Μου την έχωσε η κακιά μάγισσα... Ο Ραντζ έτρεξε κοντά στον ελέ­φαντα και άρχισε προσεκτικά να τραβά την αγκίδα που μπήκε στο πόδι του ελέφαντα. Γρήγορα ο Ραντζ έβγαλε την αγκίδα.Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε σένα καλό αγόρι, είπε ο ελέφα­ντας. Αν κάποτε σου χρειασθώ, μπορείς πάντα να με φωνάξεις. Θα πει ς μόνο: «Άντο σε περιμένω», και εγώ αμέσως θα βρίσκο­μαι πλάι σου". Απ' εκείνο τον καιρό το αγόρι και ο ελέφαντας γί­νανε μεγάλοι φίλοι. Ο Αντο πολλές φορές βοηθούσε τον Ράντζο και τον πατέρα του, να μεταφέρουν βαριούς κορμούς δένδρων,και όταν γύρω υπήρχε πείνα, έφερνε για το αγόρι και την οικογέ­νεια του ρύζι και φρούτα.

Όμως μια φορά συνέβη κάτι το απροσδόκητο. Το αγόρι πήγαι­νε μονάχο του στο δάσος, ως συνήθως, τραγουδώντας το εύθυ­μο τραγούδι του. Άξαφνα μπροστά του, σαν από τη γη εμφανί­σθηκε η κακιά μάγισα και φώναξε: «Α, εσύ είσαι άχρηστο αγόρι! Τώρα θα σε κανονίσω!»

Ο Ραντζ θυμήθηκε τις μαγικές λέξεις και φώναξε: «Άντο, σε περιμένω!». Αμέσως ακούσθηκε δυνατή βροντή, και φάνηκε ο καλός ελέφαντας Αντο. (Αζ3) [Σε πολλές κέντρο-ασιατικές χώ­ρες και ο Αξιωματικός στο σκάκι ονομάζεται ελέφαντας].

Ο ελέφαντας κάθισε στα μπροστινά πόδια του, και το αγόρι γρήγορα ανέβηκε πά­νω στη ράχη του. Η κακιά μά­γισσα έβραζε από το κακός της. Χτύπησε με το μπαστού­νι της το δέντρο, και δίπλα στον 'Αντο εμφανίσθηκε άλ­λος ελέφαντας (Αε2), αλλά ολοσδιόλου αλλιώτικος από τον 'Αντο. Τα μικρά ματάκια του ήταν γεμάτα αίμα, και οι κυνόδοντές του ήταν έτοιμοι να τρυπήσουν το παιδάκι.

Ο ελέφαντας της μάγισσας ρίχτηκε πάνω στο παιδάκι, αλλά μόλις πλησίασε στον ελέφαντα 'Αντο, κάποια ανεξήγητη δύναμη τον έριξε πίσω (1 . ...ΑζΙ 2. Αη2).

Ο κακός ελέφαντας πάλι ρίχτηκε στον Ραντζ και πάλι βρέθη­κε στα πλάγια (2 . ...Αε2 3. Αζ3). Μη φοβάσαι τίποτα, αγόρι μου», είπε ο 'Αντο. Εφ' όσον είμαι ζωντανός, μπορώ να σε υπερα- σπισθώ. Κανένας δεν μπορεί να με σκοτώσει, ούτε η ίδια η κακιά μάγισσα ούτε και ο αιμοδιψής της ελέφαντας. Γιατί εμένα με μά­γεψε ο καλός παλιός μάγος". Ο 'Αντο αληθινά ήταν άτρωτος, και αυτό σήμανε, πως ο ελέφαντας της κάκιάς μάγισσας δεν μπο­ρούσε να προξενήσει κακό στο παιδί (3 . ...Αδ3 4. Αε4, Αγ4, 5. Αβ5 Αγ6, 6. Αα6 Αβ7)

Η μάγισσα από το κακό της γινότανε όλο και μικρή έως ότου μετατράπηκε σε καπνό και εξαφανίστηκε. Έφυγε και ο ελέφα­ντας μαζί της. Και το παιδάκι, ο Ραντζ, σ' όλη τη ζωή του έγινε φίλος με τον αγαθό ελέφαντα Άντο.

Ισοπαλία ή Θάνατος

του Παναγιώτη Κονιδάρη


Πώς είναι να ξυπνάς σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο, να τεντώνεσαι όλο όρεξη και σφύζοντας από υγεία να αντικρύζεις ένα οικείο και χαμογελαστό πρόσωπο; Ε, λοιπόν, καμία σχέση! Γιατί είχα ξυπνήσει μες στα μαύρα σκοτάδια, που όταν πήραν να ξεδιαλύνουν, τόσο ώστε να μπορώ να διακρίνω αμυδρά, συνειδητοποίησα ότι με κοιτούσε το σκυθρωπό πρόσωπο –αν μπορώ να το χαρακτηρίσω πρόσωπο- ενός αγνώστου. Το κεφάλι μου πονούσε αφόρητα. Όχι σα να το χτυπούσαν πάνω σε αμόνι. Μάλλον σα να ήταν το ίδιο το αμόνι, τόσο στο βάρος όσο και στο σχήμα. Τρεμόπαιξα λίγο τα βλέφαρα ώσπου ο αμφιβληστροειδής μου να προσαρμοστεί στις παράξενες συνθήκες. Ο πονοκέφαλος μου έδωσε δυο τρεις σφυριές στα γρήγορα και το βλέμμα μου ξεθόλωσε. Τότε πρόσεξα καλύτερα τον άνδρα που με κοιτούσε με βλοσυρότητα. Θα πρέπει να ήταν μαυροντυμένος γιατί το περίγραμμά του ίσα που ξεχώριζε. Οι σκιές μιας κουκούλας απλώνονταν στο πρόσωπό του, αφήνοντας να διαφαίνονται μόνο μερικές ανησυχητικές γωνίες κι ένα στόμα λεπτό και σφιγμένο, δίκοπο σα μαχαίρι. Κάτι δεν πήγαινε καλά, ούτε λόγος να γίνεται.

«Πού βρίσκομαι;» ψέλλισα.

«Στο νοσοκομείο» άκουσα τη βαθιά και κατά κάποιο τρόπο ευχάριστη φωνή του παριστάμενου.

Εντάξει, είναι κοινό μυστικό πως τα ελληνικά νοσοκομεία έχουν τα χάλια τους, μα και τέτοια μαυρίλα αδερφάκι μου, δεν την περίμενα. Και οι γιατροί δε θα ‘πρεπε να φοράνε άσπρες ποδιές;

«Τι έπαθα; Τι μου συνέβη; Και ποιος είστε εσείς;» ρώτησα χωρίς να κρύβω την αγωνία μου.

«Συνέχεια η ίδια ιστορία. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων. Καλά λοιπόν. Αυτή τη στιγμή βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν μαγνητικό τομογράφο. Έχεις υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και ελέγχουν εάν πρόκειται για αιμορραγικό ή θρομβωτικό. Η τομογραφία θα δείξει τις βλάβες που…»

Στο άκουσμα αυτής της εξωφρενικής είδησης κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό! Τέλος πάντων, τρόπος του λέγειν. Ο πονοκέφαλος μου τράβηξε μια δυο γερές ακόμη.

«Μα…μα…πώς; Θυμάμαι…θυμάμαι ότι έπαιζα σκάκι και…»

«Και ξαφνικά έστησες πύργο. Πολύ θέλει ο άνθρωπος;»

Σ’ αυτό δεν είχε κι άδικο ο…ο ποιος;

«Για μισό λεπτό! Αν όντως μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, τότε πως είμαι ξύπνιος και συνομιλώ μαζί σας; Και αν βρίσκομαι μέσα στον τομογράφο, εσείς που βρίσκεστε;» αναρωτήθηκα όλο καχυποψία.

«Στο μηχάνημα βρίσκεται το σώμα σου φιλαράκι. Αυτό που συνομιλεί μαζί μου είναι το πνεύμα σου. Ό,τι βλέπεις είναι γέννημα του νου σου».

«Δηλαδή…εσείς δεν υπάρχετε;»

«Άκου ερώτηση! Μα δε με βλέπεις; Στραβός είσαι; Φυσικά και υπάρχω! Ή μάλλον, μεταφυσικά και υπάρχω. Ό,τι είναι άυλο δε σημαίνει πως είναι κι ανύπαρκτο»

«Και τότε ποιος είστε;»

«Μα…ο Χάρος!»

«Ποιος Χάρης;»

«Ο Χάρης Κατσιμίχας! Ο Χάροντας λέμε παιδί μου» και ο μαυροφορεμένος έβγαλε από το πουθενά ένα δρεπάνι δύο μέτρα –μετά συγχωρήσεως!- προς επίρρωση της ταυτότητάς του. Μου έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα, αλλά το’ χα πιάσει ήδη το νόημα.

«Δηλαδή ήλθες…εεε…εννοώ ήλθατε να με πάρετε;» συνέχισα στον πληθυντικό ευγενείας. Δε μου χρειάζονταν οικειότητες με τον τύπο.

«Όχι καλέ, ήλθα για να παίξουμε μπιρίμπα και έφερα και γλυκό του κουταλιού. Με δουλεύεις ρε φίλε;». Ο Χάρος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και αυτό δεν ήταν καθόλου καλή εξέλιξη.

«Για μισό λεπτό!» βιάστηκα.

«Μισό λεπτό από δω, μισό λεπτό από ‘κει, σε λίγο θα προλάβεις να βγεις και σε σύνταξη. Λέγε σύντομα, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Με περιμένει εδώ και ώρα ένα πνευμονικό οίδημα».

«Αν ήμουν ήδη νεκρός δε θα με βάζανε στον μαγνητικό τομογράφο. Άρα ζω!»

«Χμμ, ίσως και να μην είναι τόσο μεγάλη η βλάβη τελικά» μουρμούρισε ο Χάροντας. «Έχεις κάποιο δίκιο, ο εγκέφαλός σου αντιστέκεται. Το έχω ξαναπάθει, με τον Νάιντορφ νομίζω». Ο δρεπανηφόρος έβγαλε από το μανδύα του μια κλεψύδρα και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Μάλλον πρέπει να προχωρήσουμε στην προβλεπόμενη διαδικασία».

«Και ποια είναι αυτή;» ρώτησα με αναπτερωμένες ελπίδες.

«Θα παίξεις για τη ζωή σου».

«Σα να λέμε κορώνα –γράμματα;»

«Χα! Αυτά φιλαράκο είναι τζόγος για τους θνητούς. Εδώ που ήρθες μόνο ένα πράμα παίζουμε : σκάκι!»

Αυτό όσο να’ ναι μου πρόσφερε μιαν ανακούφιση. Γιατί μπορεί να μην έπαιζα πολύ συχνά και να έστηνα συχνότερα, αλλά είχα κάποια εμπειρία και είχα πετύχει και δύο νόρμες υποψήφιου μαιτρ στα νιάτα μου, οπότε δε θα ήμουν εύκολο θύμα.

«Μαζί θα παίξουμε; Όπως στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν;» τον ρώτησα.

«Όχι βέβαια. Σας έχει αποχαυνώσει αυτό το σινεμά. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο σου λέω. Ιδού ο αντίπαλός σου!»

Μια απόκοσμη κοκκινωπή λάμψη εμφανίστηκε στο κέντρο του δωματίου και μια έντονη οσμή θειαφιού γέμισε την ατμόσφαιρα. Μέσα από ένα παραπέτασμα καπνού ξεπρόβαλε ένα ανθρωπόμορφο, μα αλλόκοτο κι εξώκοσμο πλάσμα με κόκκινη μούρη, μαύρη μακριά ουρά και δυο κέρατα στο μέτωπο. Όπως ακριβώς στο σινεμά.

«Να με πάρει ο διάβολος!» πήγε να μου ξεφύγει, μα δαγκώθηκα την τελευταία στιγμή. «Τι είναι τούτο;» γύρισα να ρωτήσω τον Χάροντα, για να συναντήσω μόνο το σκοτάδι.

«Είμαι δαίμονας», απάντησε ο δαίμονας.

«Του τυπογραφείου;»

«Όχι, του νοσοκομείου» κάγχασε και μεμιάς χτύπησε τα δάχτυλά του. Ευθύς εμφανίστηκε εμπρός του ένα τραπέζι με μια στημένη σκακιέρα και δύο καρέκλες. Το δωμάτιο λούστηκε σε ένα κιτρινιάρικο φως.

«Οι κανόνες είναι απλοί» είπε βιαστικά ο κερασφόρος. «Χάνεις- ψοφάς. Κερδίζεις (λέμε τώρα…)- ξυπνάς από τη βύθιση και ζεις. Βιάσου! Ξέρεις πόσοι μαζέττες περιμένουν σε κωματώδη κατάσταση;»

Σηκώθηκα αργά και πλησίασα το τραπέζι σα να προχωρούσα προς το ικρίωμα. Κάθισα απέναντί του στην καρέκλα ενώ το κεφάλι μου χτυπούσε σα θιβετιανό γκόνγκ που γιορτάζει τα γενέθλια του Δαλάι Λάμα. Έπαιζα με τα λευκά. Με χέρι που έτρεμε άρχισα να κουνάω τα κομμάτια. Ο κοκκινομούρης απαντούσε αστραπιαία. Δεν άργησα να διαπιστώσω ότι είχα να κάνω με έναν πολύ ισχυρό παίκτη, δαιμόνιο θα τολμούσα να πω. Πολύ σύντομα άρχισα να ζορίζομαι. Η θέση μου χειροτέρευε κίνηση την κίνηση. Όμως η ζωή μου εξαρτιόταν από κείνη την παρτίδα κι έτσι συνέχιζα να μάχομαι απελπισμένα. Φευ! Για να αποφύγω τα χειρότερα αναγκάστηκα να παραχωρήσω υλικό. Όμως η θέση κατέρρεε. Ήταν θέμα λεπτών.

«Και στην ισοπαλία; Τι γίνεται στην ισοπαλία;» ρώτησα, πιο πολύ για να κερδίσω λίγο χρόνο ζωής ακόμα.

«Χα! Χα! Αισιόδοξο σε βρίσκω. Ας είναι. Στην απίθανη περίπτωση που κατορθώσεις να αποσπάσεις ισοπαλία παίρνεις μια μικρή παράταση ζωής. Ίσαμε αύριο και την επόμενη παρτίδα πάει να πει. Θαρρώ όμως πως ίσα που προλαβαίνεις την τελευταία σου προσευχή. Παρακαλώ μόνο να την πεις από μέσα σου γιατί αγριεύομαι» έκρωξε το δαιμόνιο και η ουρά του σκίρτησε ανατριχιάζοντας.

Συγκεντρώθηκα όσο ήταν μπορετό, όχι για να παίξω, μα για να θυμηθώ καμιά καλή προσευχή. Μου ήρθαν κάτι ανάκατα αποσπάσματα και τα έριξα φύρδην μίγδην στο θυμιατό του μυαλού μου. Μετά κοίταξα τη θέση στη σκακιέρα περίλυπος.

alt

Ήταν προφανές πως όταν η μαύρη ντάμα έβγαινε από τη γωνία, όλα θα είχαν τελειώσει. Μέσα στη θολούρα μου θυμήθηκα αυτό που είχε πει ο Στάινιτς (ή ο κυρ Γιάννης στο καφενείο, δεν είμαι και σίγουρος) : όποιος έχει σαχ το δίνει! Βέβαια είχα μερικά σαχ για ξόδεμα και όπως λέει και το βιβλικό ρητό, ο έχων δύο σαχιτώνες να χαρίζει τον ένα. Έτσι διάλεξα το πρώτο που βρέθηκε μπροστά μου:

1.Kf5+. Ο κακός έπαιξε το φορσέ του 1…Kg7 και διαπίστωσα πως τώρα πια είχα μόνο ένα σαχ. Αναστέναξα και το έδωσα κι αυτό.

2.Bh6+, Kxh6. Έλπιζα σε κάποιο λάθος του αντιπάλου που θα έφερνε το βασιλιά του στην όγδοη οριζόντια κι έτσι συνέχισα τις κούφιες απειλές. Εντούτοις, μετά από 3.g5+, Kg7 4. gxf6+, Kh6 μου τελείωσαν και τα σαχ και οι ελπίδες. Μόνο μια απειροελάχιστη πιθανότητα υπήρχε. Να παραβλέψει την απειλή στην αποξεχασμένη του ντάμα. Κοίταξα αδιάφορα προς απροσδιόριστη κατεύθυνση, έκανα πως χασμουριέμαι και έπαιξα νωχελικά: 5.Rb8.

Περίμενα απλά να μου φάει τον πύργο με μια θριαμβική κίνηση για να εγκαταλείψω την παρτίδα και να αφήσω γεια στις όμορφες, γεια και στις μαυρομάτες. Όταν όμως έστρεψα το κεφάλι μου τον είδα να ρουθουνίζει κάτι καπνούς και να ξύνει το δεξί του κέρατο με σπουδή. Τι στο δαίμονα; Δεν θα το έβλεπε, κοτζάμ δαίμονας; Κι όμως! Μετά από μερικά λεπτά έπαιξε το αλλοπρόσαλλο: 5…Nf3. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Για να προλάβω καμιά ανάκληση, κανένα ζαντούμπ και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο, άρπαξα την μαύρη βασίλισσα εν ριπή οφθαλμού: 6.Rxh8. Ακολούθησε το σαχ: 6...Nxh4+, και τότε κατάλαβα τι είχε κατά νου. Όπου κι αν πήγαινε ο ρουά μου θα έτρωγα πιρούνι.

Φτού! Η πρόσκαιρη χαρά μου εξατμίστηκε σαν αιθέρας. Παράλυτος σχεδόν έπαιξα μηχανικά τις επόμενες κινήσεις. 7.Ke5, Ng6+ 8.Kf5, Nxh8 9.h4 και κατέβασα το κεφάλι, όπως κάνουν οι μελλοθάνατοι μπροστά στο δήμιο. Από την άλλη πλευρά του τραπεζιού άκουσα ρουθουνίσματα και ξεφυσήματα. Σήκωσα το ένα μου φρύδι, κατόπιν το άλλο, μετά και το πηγούνι και τέλος πετάχτηκα ολόρθος. Ο δαίμονας είχε μόνο μια κίνηση στη διάθεσή του κι αυτή είχε παίξει : 9…Ng6 . Το θέμα ήταν ότι εγώ δεν είχα καμία κίνηση στη διάθεσή μου!

alt

«Είναι πατ!» έσκουξα.

«Είναι κωλοφαρδία…» απάντησε στωικά. «Αύριο πάλι» πρόσθεσε σε απειλητικό τόνο και εξαφανίστηκε με, ομολογουμένως, αρκετά δύσοσμο τρόπο.

Ήταν απίστευτο, μα κάποιος καλός θεός με είχε βοηθήσει να την σκαπουλάρω. Σύρθηκα μέχρι τη γωνιά μου και ξάπλωσα βογκώντας με ανακούφιση. Ο πόνος στο κεφάλι μου παρέμενε οξύς, απόδειξη του ότι το εγκεφαλικό εξακολουθούσε να με συντροφεύει. Όμως είχα 24 ώρες μπροστά μου. Όχι για να ξεκουραστώ, όχι. Εξάλλου υπήρχα μόνο με το μυαλό μου και όχι με το σώμα μου. Έτσι πέρασα όλο το βράδυ ξάγρυπνος να σκέφτομαι τι άνοιγμα θα χρησιμοποιήσω. Γιατί τι στο διάολο παίζουν σε έναν διάολο;

«Πίσω μου σ’ έχω σατανά!» σκέφτηκα, μολονότι στεκόταν ολοπόρφυρος μπροστά μου.

«Είσαι έτοιμος;» ρώτησε ο δαίμονας κουνώντας την σουβλερή ουρά του χαριτωμένα και στήνοντας τα μαύρα.

Τον είδα να ξερογλύφεται, σα να ετοιμαζόταν για τσιμπούσι. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η αφεντιά μου περιλαμβανόταν στο μενού. Μετά την ως εκ θαύματος σωτηρία μου την προηγούμενη μέρα, έπρεπε να παίξω μια ακόμα παρτίδα σκάκι με διακύβευμα την ίδια μου τη ζωή. Όπως ορθά κοφτά μου είχε εξηγήσει ο Χάρος, η μόνη ελπίδα να επανέλθω από το εγκεφαλικό που είχα υποστεί ήταν να νικήσω το επιτετραμμένο δαιμόνιο. Ήταν μια παρτίδα ζωής και θανάτου δηλαδή, όπως και στα τουρνουά των Αμπελοκήπων αν σε πάρει χαμπάρι ο γνωστός γείτονας, ένα πράγμα.

Είχα κάνει μια στοιχειώδη προετοιμασία, μα όταν κάθισα απέναντί του στη σκακιέρα τα χέρια μου άρχισαν ξανά να τρέμουν. Αυτό όμως μου συνέβαινε και στις νορμάλ παρτίδες, οπότε μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Αυτός που δε φαίνεται να ήταν μαθημένος απ’ τα χιόνια ήταν ο αντίπαλός μου που έβγαζε καπνούς από κάνα δυο μεριές και φλόγες απ’ τα ματόκλαδα.

«Κάτι καίγεται» πήγα να αστειευτώ, δίχως επιτυχία.

Μετακινούσε τα κομμάτια με μανία κάνοντας ήχους από τους οποίους ο πιο εύληπτος ήταν ο «χμπρμφθχ!». Παρ’ όλο το μόχθο μου η παρτίδα πήρε άσχημη τροπή ξανά. Τα κομμάτια του δαίμονα πετούσαν και τα δικά μου σέρνονταν. Εντάξει, άνθρωπος με εγκεφαλικό ήμουν, μην τα θέλουμε και όλα δικά μας. Πολεμούσα με νύχια και δόντια, αλλά τα συγκεκριμένα εξαρτήματα δε συγκρίνονταν με αυτά του αντιπάλου μου. Όταν καταλάγιασε η μπούρμπερη κοιτούσα την εξής απελπιστική θέση στη σκακιέρα:

alt

Τι μπορεί να ελπίζει κανείς με πύργο κάτω; Το μόνο παρήγορο ήταν η επισφαλής θέση του μαύρου βασιλιά που αλαζονικά είχε ροβολήσει μέχρι το ε3. Σκέφτηκα λοιπόν να του επιτεθώ αμέσως και έπαιξα 1.Nf4. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα τη συγκέντρωση να μετρήσω και πολλά, μα πίστευα πως αν προλάβαινα να παίξω Qd3+, όλο και κάτι θα γινόταν. Η κίνηση του αντιπάλου μου ήρθε σα σοκ, αφού είχα ξεχάσει απροστάτευτο το g3 πιόνι και μαζί μ’ αυτό το βασιλιά μου. 1…Qxg3+. Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό, ικετεύοντας για έλεος το Μεγαλοδύναμο. Είπαμε Θεούλη μου, να τα τινάξω τα πέταλα, αλλά να μην τινάξω και τα σέπαλα, λίγη αξιοπρέπεια πια! Ήταν μάλλον τέτοια η θέρμη μου, που πρέπει να εισακούσθηκα από τον Πανάγαθο, αφού όταν γύρισα το βλέμμα στη σκακιέρα διαπίστωσα ότι διέθετα ένα λυτρωτικό αντισάχ: 2.Ng2+ , Ke4. Σόου φαρ, σόου γκουντ, που έλεγε κι ο συχωρεμένος ο Τόνι Μάιλς, πριν παίξει με τον εν λόγω δαίμονα.

Ξαφνικά όμως έγινε κάτι τρομερό. Σας μίλησα θαρρώ για τον κακό φωτισμό εκείνου του προθάλαμου του θανάτου. Δεν ήταν παρά ένα αρρωστιάρικο κιτρινωπό ημίφως αυτό που έφεγγε την αγωνία μου. Ο κερατάς θα πρέπει να ήταν συνηθισμένος στο μισοσκόταδο. Το ίδιο θα έπρεπε να είμαι κι εγώ έχοντας παίξει σε τόσα Πρωταθλήματα Πειραιά, αλλά να που στιγμιαία τυφλώθηκα και μη βλέποντας το κρυμμένο πιόνι πίσω από τον αξιωματικό, έκοψα τον πύργο με την ντάμα. 3.Qxa4.

Ίσως πάλι να έφταιγε και η περίφημη amaurosis scacchistica. Το κέρατό μου μέσα, όλες οι αρρώστιες επάνω μου έπρεπε να πέσουν; Όταν κατάλαβα την πατάτα, ούρλιαξα και έκανα απαυδισμένος το σταυρό μου. Ο διάολος τραβήχτηκε πίσω με έναν μακρόσυρτο συριγμό. Δεν ξέρω αν τον ενόχλησε περισσότερο ο σταυρός ή το ουρλιαχτό μου. Μετά, για λόγους που δεν κατάλαβα έπεσε σε περίσκεψη. Μα, γιατί δεν μου έκοβε απλά τη βασίλισσα; Και σα να μην έφτανε αυτό με άφησε με το στόμα ανοιχτό όταν μου χάρισε τη δική του παίζοντας 3…Qh2+!

Τι στο διάολο συνέβαινε; Κυριολεκτικά μιλώντας. ‘Ο,τι κι αν ήταν πάντως αυτό, δεν το ρισκάριζα. Αν αυτός ήθελε απλά να παίξει μαζί μου, το ίδιο θα έκανα κι εγώ μ’ αυτόν. Είπαμε, αξιοπρέπεια! Η επόμενη σειρά κινήσεων ήταν πραγματικά γελοία, αλλά ήμουν ανυποχώρητος. Καλύτερα νεκρός, παρά ξεφτίλας : 4.Kf2, Qg1+ 5.Kg3, Qf2+ 6.Kh2, Qg3+ 7.Kg1, Qh2+.

Σε αυτό το σημείο ο δαίμονας σήκωσε τα τριχωτά του χέρια ψηλά και τα κατέβασε σε μια κίνηση παραίτησης. Μετά πρότεινε ισοπαλία. Δεν πολυκατάλαβα γιατί, αλλά βιάστηκα να δεχτώ. Μόνο όταν πρόσεξα το σταυρό g1-f2-g3-h2 που σχηματιζόταν από την κίνηση του βασιλιά μου και της βασίλισσας του, μου πέρασε από το νου πως ο καλός Θεός με είχε συνδράμει. Σταυροκοπήθηκα πάλι, έτσι να μου βρίσκεται, αν και ο δαίμονας δεν ήταν πια εκεί για να παραπονεθεί.


Την επομένη, η παρτίδα μας ξεκίνησε με την ψυχολογία μου αναβαθμισμένη και το δαιμόνιο να μην μπορεί να κρύψει την αδημονία του. Μόρφαζε και ένευε σπασμωδικά και αναίτια. Καθόταν άβολα στην καρέκλα του σα να ήταν σε αναμμένα κάρβουνα, πράγμα που κανονικά θα έπρεπε να τον ευχαριστεί. Όπως και να ‘χει, η παρτίδα αυτή τη φόρα ήταν πιο αμφίρροπη. Όχι πως άλλαζε κάτι στους ρόλους, αφού ξανά πάσχιζα σκληρά για να κρατήσω τη θέση, μέχρι που φτάσαμε σε αυτό το φινάλε:

alt

Μια διαφορά κάτω, μπορεί πάντα να κάνει τη διαφορά, ειδικά αν διαθέτεις έναν τέτοιο αξιωματικό που μοιάζει πιο πολύ με χοντρό πιόνι. Είχα όμως κι άλλο ένα θαρραλέο πιονάκι στο g7 και σκέφτηκα ότι χρειαζόταν τη συμπαράστασή μου: 1.Kg5, Kf7 2.Kh6, Kg8. Σε αυτό το σημείο οι επιλογές περιορίστηκαν και αποφάσισα να δώσω κάποιο χώρο στο φου: 3.c6, Rc8 4.Bb6, Rxc6. Η αρχική μου ιδέα ήταν να προλάβω να σπρώξω στο c7, ώστε να δεσμεύσω τον πύργο ή έστω να φάω το a5. Ήμουν έτοιμος να πάρω το πιόνι όταν πρόσεξα τους καπνούς που έβγαιναν από τα ρουθούνια του δαίμονα να πυκνώνουν. Τα κόκκινα μάτια του κοιτούσαν με βουλιμία τον αξιωματικό, περιμένοντας τον να κινηθεί. Η καθυστέρησή μου φάνηκε να τον ερεθίζει μέχρι που στο τέλος δεν άντεξε και φώναξε:

«Άντε λοιπόν, κούνα τον κάπου!».

Μεμιάς μου ήρθε στο νου η επισήμανση του Λάσκερ (ή ίσως να ήταν και του Μπαλάσκα, δε θυμάμαι καλά) ότι αυτό που είναι καλό για τον αντίπαλο, ασφαλώς είναι κακό για σένα και αντίστροφα. Κι έτσι, σε μια κρίσιμη καμπή, αποφάσισα να εμπιστευτώ το ένστικτό μου και να μην ακολουθήσω την επιτακτική παραίνεση του δαιμονίου. Οι εναλλακτικές κινήσεις ευτυχώς ήταν λίγες. Για την ακρίβεια μία.

5.g5 .

Αυτό που λένε ότι ο διάολος έχει πολλά ποδάρια πρέπει να είναι αλήθεια γιατί ο αντίπαλός μου στη θέα της τελευταίας κίνησης πετάχτηκε πάνω γρυλλίζοντας κι άρχισε να χοροπηδά και να στριφογυρίζει…πώς να το θέσω…να, σα δαίμονας, τόσο που ζαλίστηκα. Ε, δε γίνονται αυτά με δύο μόνο πόδια. Όταν του πέρασε η φούρκα, ξαναστρώθηκε κι έπαιξε 5…Rc8. Ο ψυχολογικός πόλεμος είχε πιάσει τόπο! Κι επειδή επιτυχημένο σχέδιο δεν αλλάζει, όπως είχε πει κι ο Ταρτακόβερ (ή ο Καρούλιας, δε με βοηθάει η μνήμη μου), συνέχισα να στήνω τον αξιωματικό μου, κι αυτός συνέχισε να μην τον τρώει: 6.Bc7, Ra8 7.Bb8, Ra6 8.Ba7, Rc6 9.Bb6 . κ.τ.λ

Ομολογώ πως μου είχε διαφύγει και μόνο μετά το τρίτο γύρω-γύρω συνειδητοποίησα πως με είχε σώσει ένας ακόμα σταυρός, αυτή φορά ο b6-c7-b8-a7! Ευχαρίστησα σιωπηλά τον Ύψιστο και κάθισα με την ησυχία μου να απολαύσω τη νέα μου ισοπαλία και τα οπτικά εφέ που αυτή προκάλεσε στο δαίμονα, εφέ εφάμιλλα αυτών της λήξης της Ολυμπιάδας. Της κανονικής, όχι της σκακιστικής.

Είχα κερδίσει μία ακόμα μέρα ζωής, και ο κακός μου δαίμονας είχε λυσσάξει από το κακό του. Ήξερα πως τα πράγματα ήταν πλέον πολύ σοβαρά, και κοιμήθηκα μουρμουρίζοντας «εν τούτω νίκα» και φράσεις από το «τη Υπερμάχω».

Και καλά να ανοίγεις τα μάτια σου και να βλέπεις δίπλα σου, ξέρω γω, έναν καραβανά ή έναν δεσμοφύλακα, ή έστω μια χοντρή και άσχημη γυναίκα. Αυτά τρώγονται. Το να βλέπεις όμως καθ’ εκάστην πρωινή έναν κόκκινο δαίμονα έτοιμο να σου ρουφήξει το ΕΛΟ, πάει πολύ. Το πράγμα είχε αρχίσει να καταντάει αηδία. Είχα βρει το διάβολό μου, που λένε.

Ο βελζεβούλης θα περίμενε κανείς, μετά την αποτυχία του να με κερδίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή στο σκάκι, να είναι αναστατωμένος. Όμως αυτός άρχισε κατευθείαν τις φιλοφρονήσεις και τις γαλιφιές. Ήταν διαβόλου κάλτσα. Προσπαθούσε να με κάνει να ξεχάσω τον κίνδυνο που παραμόνευε σε κάθε κίνησή μου στις παρτίδες που θα έκριναν την ανάρρωση ή το χαμό μου από το εγκεφαλικό. Δεν ξεχνούσα βέβαια ότι ο «σταυρός» ήταν αυτός που με είχε σώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή –και έλπιζα να το ξανακάνει.

Με τέτοιες σκέψεις ξεκίνησα την τέταρτη παρτίδα μας. Διαρκώς προσπαθούσα να πετύχω εικόνες και μοτίβα που να θυμίζουν σταυρό, όμως το δαιμόνιο τις απέφευγε επιμελώς, για να μην πω, όπως ο διάολος το λιβάνι. Με τον τρόπο αυτό η παρτίδα πήρε παράξενη ροπή και μετά από πολλά σούρτα-φέρτα, κατέληξε σε ένα φινάλε ίππων. Το πρόβλημα και πάλι ήταν ότι υστερούσα σε υλικό, καθώς το ιππικό μου περιλάμβανε μόνο ένα άλογο. Και ως γνωστόν με ένα άλογο δεν κερδίζεις ακόμα κι αν το λένε Βουκεφάλα.

alt

Ήξερα ασφαλώς ότι ούτε τα δύο άλογα κερδίζουν, δεν είμαι πια και τόσο μαζέττας. Η μόνη μου ελπίδα λοιπόν ήταν να εξουδετερώσω το πιονάκι του μαύρου, ακόμα κι αν αυτό απαιτούσε τη θυσία του δικού μου γαϊδάρου. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη έπαιξα 1.Ng1 απειλώντας το. Αν τώρα ο μαύρος έβγαζε ντάμα θα μπορούσα να τη φάω απλά με 2. Nf3+ και ισοπαλία. Ακούμπησα στην καρέκλα μου ικανοποιημένος. Δεν έβλεπα πως μπορούσε να αποφύγει την ισοπαλία- και χωρίς σταυρό παρακαλώ! Ο δαίμων ωστόσο είχε άλλη άποψη. Μετά από κάμποση σκέψη μου έριξε ένα βλέμμα μοχθηρίας και έπαιξε 1…Ne3+.

Ακολούθησε το 2.Kh3 και νέα σκέψη του αντιπάλου. Σε λίγο έπαιξε θριαμβευτικά 2…Nf4+. Από την ευφορία μια λεπτή γραμμή σάλιου άρχισε να κυλάει στο τριχωτό του πηγούνι.

«Χε, χε! Νόμιζες πως θα έπεφτα στη λούμπα να παίξω 2… e1=N 3.Nf3+, Nxf3 πατ! ε; Όμως αυτή τη φορά δε θα σου γίνει το χατίρι!» με περιγέλασε ο κερασφόρος.

Δεν κατάλαβα σε τι ακριβώς αναφερόταν, αλλά τα αιμάτινα μάτια του που γυάλιζαν από περηφάνια και το περιπαικτικό του ύφος με έπειθαν ότι μάλλον είχε δίκιο. Ζαλισμένος κούνησα το βασιλιά μου μακριά από τις απειλές: 3.Kh2. Ζύγισε λίγο τα πράγματα και συνέχισε με 3…Νg4+. Σκούρα τα πράματα. Τι σκούρα; Πίσσα! Διαπίστωσα ότι δε θα μπορούσα να κινηθώ στο g3 αφού θα έβγαζε ντάμα με σαχ. Λούφαξα στη γωνιά μου με 4.Kh1, στοχεύοντας στο να του φάω επιτέλους την ντάμα που θα έβγαζε, με το πιρούνι από το f3. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με έλουσε κρύος ιδρώτας, όταν συνειδητοποίησα ότι ο ίππος μου θα ήταν τότε καρφωμένος. Με έπιασε απελπισία, αλλά ο αντίπαλος φαινόταν χαμένος σε δαιδαλώδεις σκέψεις. Κάνε θεούλη μου να μην το δει, προσευχόμουν σιωπηλά. Τις ικεσίες μου διέκοψε η στριγγή φωνή του οξαποδώ.

«Πονηρούλη! Πίστεψες στ’ αλήθεια ότι είμαι τόσο βλάκας, ώστε να προάγω σε ίππο το πιόνι μου; Μετά από 4…e1=N 5.Nf3+, Nxf3 θα σου χάριζα ένα ακόμα πατ. Τσ-τσ-τσ! Κι αργεί και το Ψυχοσάββατο» είπε και ελάλησε και μετά εκούνησε: 4…Nf2+ 5.Kh2, e1=N .

Αίφνης, η σκακιέρα γέμισε άλογα και το κεφάλι μου ποδοβολητά. Ο πονοκέφαλος με κλωτσούσε αφηνιασμένος. Κοίταξα που μπορούσα να δέσω το γάιδαρό μου μα δεν έβρισκα αποκούμπι. Ούτε και το 6.Kg3, Ke3 βοηθούσε. Ο ίππος μου ήταν χαμένος. Κι αν δεν αρκούσαν οι δύο μαύροι ίπποι για να με κάνουν ματ, οι τρεις έφταναν και περίσσευε και ένα σαμάρι. Θυμήθηκα τότε την περίφημη φράση του Μποτβίνικ (ή ίσως και του Μενδρινού, δε με βοηθούσε και το εγκεφαλικό…) «Σαχ να’ναι κι ό,τι να’ ναι!» και έπαιξα σα δαρμένος 6.Nf3+. Φυσικά τον άρπαξε, κι ούτε ευχαριστώ δεν είπε: 6…Nxf3. Μια ύστατη ελπίδα υπήρχε και έκανα γιούρια μπας και φάω κανένα άλογο. Έχω ακούσει ότι στην Ιταλία τα τρώνε. Μοιραία ο δαίμονας έσπευσε να υποστηρίξει την ίλη του. 7.Kg3, Ke3. Μα δεν υπήρχε θεός να με λυπηθεί;

Το ξάφνιασμά μου ήταν τέτοιο που κόντεψα να πέσω από την καρέκλα. Ω! ουρανοί! Τι ήταν εκείνο που σχηματίστηκε ως εκ θαύματος μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου; Αναδυόμενος εκ του μηδενός, ένας υπέροχος σταυρός στόλιζε τη σκακιέρα! Το δαιμόνιο συνειδητοποίησε έντρομο πως δεν είχα καμία μα καμία επιλογή κίνησης. Πατ και άγιος ο Θεός! Μάλιστα δεν είχε την τύχη μου και έπεσε από την καρέκλα καθώς γρατζούνιζε τα μάγουλά του με μανία. Δεν είμαι σίγουρος, μα νομίζω πως ο διάολος έσπασε το πόδι του σε κείνη την αδόκητη πτώση.

Την άλλη μέρα ο τριχωτός μου αντίπαλος ήρθε με μπανταρισμένο πόδι και ακόμα πιο μπανταρισμένο ηθικό. Η δική μου ψυχολογία όμως ήταν σε υψηλά επίπεδα. Η παρτίδα αποδείχτηκε αμφίρροπη και ρευστή και η διάρκειά της ήταν μεγαλύτερη του συνηθισμένου. Για το υλικό να μη σας πω, καταλαβαίνετε…Εντούτοις η θέση κινούταν επί ξυρού ακμής, καθώς ο μαύρος βασιλιάς ήταν άσχημα στριμωγμένος στη γωνία και κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του ματ στα μετόπισθεν. Ο δαίμων ήταν νευρικός όσο ποτέ άλλοτε και με τόσους καπνούς που ρουθούνιζε δε θα περνούσε ΚΤΕΟ ούτε με σφαίρες. Η ουρά του έμοιαζε να έχει επιμηκυνθεί και ταλαντευόταν επικίνδυνα. Μια δυο φορές μάλιστα γκρέμισε φαγωμένα κομμάτια που βρίσκονταν στο πλάι της σκακιέρας. Είχε σειρά να παίξει στην παρακάτω μοιραία θέση.

alt

1…Rb1+ 2.Kh2, fxe2. Ήμουν έτοιμος να παίξω τον πύργο στο a8, μα την τελευταία στιγμή είδα ότι ο αξιωματικός κρατούσε πλέον την απειλή. Και τώρα; Ο μαύρος απειλούσε να προάγει σε ντάμα και πάπαλα! Ήρθε να με σώσει η φράση που είχε πει σε μια διάλεξή του ο νομπελίστας οικονομολόγος Κρούγκερ (ή σε μια ταινία ο Φρέντυ Κρούγκερ, δεν παίρνω κι όρκο…), ότι δηλαδή «τα ελεύθερα λευκά πιόνια που βρίσκονται στο d6 πρέπει να σπρώχνονται» ή κάπως έτσι. Έπαιξα 3.d7 και περίμενα με αγωνία τις εξελίξεις.

3…Nf1+ . Το πράγμα άρχιζε να μπερδεύεται. Οι βαριάντες μου θόλωσαν το μυαλό, αν και χωρίς αυτές ήταν αρκούντως θολωμένο. Συγκεχυμένα έβλεπα ότι ο ρουά μου δεν μπορούσε να πατήσει στο f2, στο g3 ή στο h1 σε πολλές περιπτώσεις γιατί θα ακολουθούσε e1=Q με σαχ. Αποφάσισα να απλοποιήσω κάπως τα πράγματα.

4.Bxf1, exf1=N+. Χμμμ, όχι και πολύ καλύτερα. Αν ήταν όμως να μου συμβεί κάτι άσχημο, ας πήγαινα τουλάχιστον χορτάτος: 5.Kxh1

Το δαιμόνιο κάτι μαγείρευε γιατί έπαιξε αστραπιαία

5…Ne3+ 6.Kh2, Rb8 και τίναξε περιχαρές την ουρά του σα μαστίγιο γκρεμίζοντας απ’ το τραπέζι μερικούς ακόμα πεσσούς. Όλα στηρίζονταν στο προωθημένο πιόνι μου. Θα έπαιζα τον πύργο στο c6 ή στο e6 ανανεώνοντας τις απειλές. Πού όμως; Βρήκα στην τσέπη μου ένα νόμισμα και το έστριψα. Κορώνα. Καλά λοιπόν : 7.Rc6. Φύλαξα το νόμισμα. Αν τα πράγματα στράβωναν θα μου το ζητούσε λίγο αργότερα ο βαρκάρης.

7…Ng4+ 8.Kg3, Nf6 9.Rc8+, Ng8. Ώστε αυτό ήταν! Διαβολικό σχέδιο. Βλέποντας τα σκούρα είχε προκαλέσει αυτή τη θέση όπου αν έτρωγα τον πύργο θα γινόταν πατ. Μία ακόμα ισοπαλία και μία ακόμα ημέρα παραμονής του καταπονημένου μου σώματος στο νοσοκομείο. Και έχετε φαντάζομαι ακούσει πόσο επικίνδυνες μπορούν να γίνουν οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Όχι! Όλα για όλα! Έσπρωξα το πιόνι!

Η ένταση πάνω από τη σκακιέρα είχε φτάσει στο ζενίθ της και αυτό είχε επίδραση στην ουραία κινητικότητα του δαίμονα. Ήμουν όμως κι εγώ πολύ ταραγμένος και ψηλαφώντας για μια ντάμα στα εναπομείναντα εκτός σκακιέρας κομμάτια, άρπαξα ό,τι πιο ογκώδες είχε απομείνει όρθιο και το τοποθέτησα στο d8. Μόνο τότε διαπίστωσα με φρίκη ότι το κομμάτι αυτό ήταν ίππος!

10.d8=N!

alt

Ο διάβολος είχε βάλει την ουρά του γκρεμίζοντας ντάμες και πύργους! Με ένα μουγκρητό ο δαίμονας έκοψε τον πύργο 10…Rxc8 και εγώ παραζαλισμένος έπαιξα ό,τι μου είχε απομείνει : 11.Nf7 #

«Μα…» ψέλλισε ο κερατάς.

«Ματ…» ψέλλισα από τη μεριά μου.

Το μουγκρητό του ξαφνικά βάθυνε σα να ανέβαινε από τον έβδομο κύκλο του καθαρτηρίου. Με έναν δυσοίωνο ρόγχο –ίσως να έφταιγε και το ματ αποπνιγμού- ο δαίμονας έκανε ένα εντυπωσιακό «πουφ!» και εξαϋλώθηκε! Είχα μείνει εκστασιασμένος και άλαλος από τα συμβάντα.

«Μωρέ μπράβο! Είχα να δω κάτι τέτοιο από την εποχή του δεύτερου εγκεφαλικού του Κορτσνόι» άκουσα τη φωνή του Χάροντα πίσω μου.

«Είμαι καλά; Τη γλίτωσα;» στράφηκα και ρώτησα με λαχτάρα.

«Εεε, ναι, βέβαια, μπορείς να το πεις κι έτσι…Κανένα λαχειάκι παίρνεις;» ρώτησε σιβυλλικά όσο και υποχθόνια.

«Όχι»

«Να παίρνεις!» τόνισε ο Χάρος και συμπλήρωσε «Εις το επανιδείν!»

Μετά χάθηκε κι αυτός και το σκοτάδι. Συνήλθα σε ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου με κάτι ορούς περασμένους στο χέρι και ένα σταυρό ακουμπισμένο δίπλα στο προσκεφάλι, ποιος ξέρει από ποιον φίλο φερμένο.

«Εις το επανιδείν!» άκουσα μια μπάσα φωνή. Ένας άντρας με λευκή ποδιά στεκόταν από πάνω μου. Η φάτσα του μου φάνηκε απροσδιόριστα οικεία.

«Σε λίγο θα βγει το εξιτήριο» συνέχισε ο γιατρός Χαρούλης, όπως είδα στο καρτελάκι που είχε κρεμασμένο στο πέτο του.

«Είμαι καλά γιατρέ;» ρώτησα.

«Έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Από πού θέλετε να αρχίσω;»

Αυτή ήταν πάντα μια πολύ σπαστική ερώτηση. Η μόνη που την ξεπερνούσε ήταν εκείνη με την κότα και το αυγό. Διάλεξα το καλό, να μη μου ‘ρθει και απότομα.

«Η κατάσταση σας ήταν πολύ κρίσιμη. Είχατε υποστεί ένα σοβαρό αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο και η ζωή σας ήταν κρεμασμένη σε μια κλωστή. Αποφασίσαμε να σας χορηγήσουμε κάποια εντελώς νέα αντιπηκτικά φάρμακα. Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι αποδείχθηκαν θαυματουργά. Χάρις σ’ αυτά γλιτώσατε τη ζωή σας».

«Και το άσχημο;» αναρωτήθηκα μετά την αρχική ανακούφιση.

«Ναι…λοιπόν…το άσχημο είναι ότι αυτά τα φάρμακα εμφανίζουν κάποιες παρενέργειες. Οι ελαφρές από αυτές περιλαμβάνουν κάποιες γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγίες και ψυχοδιεγερτικές ψευδαισθήσεις. Όλο και κάτι αλλόκοτο θα είδατε κατά την περίοδο βύθισής σας. Βέβαια αυτά είναι πταίσματα μπροστά στην παροδική μεν, αλλά ενοχλητική ημιπληγία».

Ωχ! Ωχ, ωχ! Σήκωσα το δεξί μου χέρι. Όλα καλά. Το αριστερό μου όμως αρνήθηκε να υπακούσει. Το τσίμπησα και δεν ένιωσα τίποτα. Τα ίδια χάλια και το πόδι μου. Είχα μείνει μισοπαράλυτος!

Βγήκα από το νοσοκομείο σε καροτσάκι. Ο γιατρός Χαρούλης με διαβεβαίωσε ότι το πρόβλημα δε θα κρατούσε πάνω από μερικές βδομάδες, αλλά πάνε τώρα τέσσερις μήνες που το χέρι μου αιωρείται αμέτοχο, σα γλωσσίδι ξεχασμένου καμπαναριού. Ο άθλιος ο Χάροντας, κάτι έκανε και μου τα μάσαγε!

Φυσικά έχασα τη δουλειά μου. Αυτός είναι και ο λόγος που αναγκάστηκα να γράφω γελοία άρθρα, αντί πινακίου φακής, σε παρακμιακά ιστολόγια, όπως τούτο εδώ. Πάλι καλά που είμαι δεξιόχειρας. Στο κάτω της γραφής, μπορώ να παίζω απρόσκοπτα σκάκι. Έτσι, να βρίσκομαι σε φόρμα. Αγόρασα και κάνα δυο σταυρούς, καλού κακού. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τύχει να παίξεις με το διάολο. Ρωτήστε και το Φάουστ.


-Υ.Γ.: Η διήγηση είναι βασισμένη σε αληθινό περιστατικό και όποιος θέλει το πιστεύει. Όποιος πάλι δε θέλει, σκοτίστηκα. Υπάρχουν και χειρότερα ιστολόγια με καλύτερους ψεύτες.


-ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι σπουδές που εμφανίζονται στο κείμενο κλάπηκαν ανενδοίαστα και με αυτή τη σειρά από τους: α) Α. Γκούροβιτς (1928), β) Γκ. Κασπαριάν (1935), γ) Α. Ντολουχάνοβ κ’ Γκ. Κασπαριάν (1932), δ) Α. Γκέρμπστμαν κ’ Λ. Κούμπελ (1937), ε) Σ. Κάμινερ (1929). Είπα να ζητήσω την άδειά τους, μα φαίνεται θα συνάντησαν το δαίμονα πριν από μένα.