Μια φορά ο Χότζας πήγε για δουλειές στην πρωτεύουσα της χώρας του. Έδεσε τον γάιδαρό του στην πλατεία της αγοράς, και ο ίδιος πήγε για ψώνια. Ο γάιδαρος βαρέθηκε να στέκεται σ' ένα μέρος (στη σκακιέρα στο τετράγωνο ε4). Με τα δόντια του έκοψε το σχοινί που τον έδεσε ο Χότζας και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης. Ο γάιδαρος πείνασε και γύρω του υπήρχαν πολλές νόστιμες τροφές - χρυσαφένιος σιταρένιος καρπός. Αλλά σαν κατάρα, την τροφή αυτή δεν μπορούσε να τη δοκιμάσει. Οι ιδιοκτήτες του σιταριού με κραυγές και με ξύλα έδιωχναν τον γάιδαρο μακριά. Γύρισε εδώ και εκεί ο γάιδαρος και άξαφνα του 'ρθε μια ιδέα.
Ναι, αγαπητοί μου, μην εκπλήττεσθε, πως και οι γάιδαροι έχουν ιδέες. Μα αυτός ήταν ο γάιδαρος του Νασρεντίν Χότζα, για τον οποίο μάλιστα, οι πιο σοβαροί κάτοικοι της πόλης λέγανε, πως μπορεί και να διαβάζει. Και η ιδέα του γαιδάρου είναι ασφαλώς συνδεδεμένη με το σιτάρι το πιο ξεχωριστό, το πιο καλό σιτάρι ο γάιδαρος το είδε μέσα από το περίφραγμα, στο παλάτι του βασιλιά. Το 'σπερνε το σιτάρι αυτό ο προνευσταγμένος αγωγιάτης, για τα άλογα του σάχη. Όταν θα μάθετε, τι συνέβη αργότερα, δεν θα εκπλαγείτε, στο ότι οι αυλικοί κατηγόρησαν το αγωγιάτη αυτόν για απόπειρα κατά της ζωής του Σάχη και διέταξαν να του πάρουν το κεφάλι. Αλλά όλα αυτά, ο γάιδαρος μας ακόμα δεν τα 'ξερε. Αυτός νόμιζε πως οι φύλακες στο παλάτι κοιμούνται βαριά, και κανένας δεν θα τον εμποδίσει να απολαύσει το σιτάρι. Ο γάιδαρος ανεμπόδιστα πέρασε μέσα από το στενό πορτάκι και με βουλιμία άρχισε να τρώει (κίνηση 1. Ι δ2+). Τη στιγμή αυτή από τα διαμερίσματά του φάνηκε ο ίδιος ο Σάχης. Ο γάιδαρος μόλις είδε το Σάχη, φοβήθηκε και ρίχτηκε στο πλάγι, προσπαθώντας γρήγορα να φύγει από το πορτάκι. Αλλά αν και ο γάιδαρος ήταν σοφός, να βρει το πορτάκι, από το φόβο του δεν ήταν εύκολο... Αλλά και ο Σάχης δεν ήταν και τόσο ανδρείος. Σαν είδε, πως ο γάιδαρος τρέχει από εδώ και από κει αποφάσισε, πως ο γάιδαρος θα' ναι λυσσασμένος. Και ο Σάχης τότε άρχισε να τρέχει μέσα στους δρόμους του παλατιού (κίνηση 1 . ... Ρβ2). Μόνο ακουγόταν η κραυγή του: «Βοήθεια! φύλακες. Λυσσασμένος γάιδαρος»!
Ο Σάχης κραύγαζε με τέτοια φοβισμένη και αλλαγμένη φωνή ώστε οι φύλακες που ξύπνησαν δεν ξέρανε, τι να σκεφθούν. Μήπως ο Σάχης τρελάθηκε; Αυτοί μείνανε στις θέσεις τους, φοβούμενοι να κουνηθούν. Και ο γάιδαρος με τον Σάχη όλο και ριχνόντουσαν ο ένας πίσω απ' τον άλλο στους δρόμους του παλατιού: ο Σάχης με κραυγές, ο γάιδαρος με μουγκρητά (κίνηση 2. Ιε4+Ρβ3, 3. Ια5+ Ρβ4, 4. Ιγ6+). Δεν ξέρουμε επί πόσο καιρό θα εξακολουθούσε αυτό, αν ευτυχώς που ο Χότζας βρέθηκε εκεί κοντά και άκουσε το μουγκρητό του γαιδάρου του. Έτρεξε στο Παλάτι, έπιασε το γάιδαρό του από το σχοινί που κρεμότανε στο λαιμό του και γρήγορα τον απομάκρυνε. Ύστερα, ο γάιδαρος του Νασρεντίν Χότζα ήσυχα έτρωγε το στάρι που του ετοίμασε ο ιδιοκτήτης του. Και μόνο ο Σάχης από τότε άρχισε να υποφέρει από αϋπνίες.