Είναι φυσιολογικό φαινόμενο για ένα σκακιστή να βρεθεί και σε χαμένη θέση. Σε αντίθεση με το προηγούμενο κεφάλαιο, σε αυτή την περίπτωση ο έλεγχος της θέσης ανήκει στον αντίπαλο και η συμμετοχή του σκακιστή με τη χαμένη θέση περιορίζεται σε άλλες υποχρεώσεις.

Η χαμένη θέση είναι μία φάση της παρτίδας την οποία οι περισσότεροι σκακιστές αρνούνται να δεχτούν ως γεγονός, με αποτέλεσμα να μην οργανώνουν αποτελεσματική αντίσταση παρά μόνο όταν πλέον είναι αργά. Συνεπώς, το πρώτο βήμα για να αντιδράσουμε σε μία χαμένη θέση είναι η αντικειμενική αποδοχή της, βάση των στρατηγικών και τακτικών στοιχείων της θέσης. Με λίγα λόγια, η σωστή και αντικειμενική εκτίμηση της θέσης μας, όσο και αν αυτό καταλήγει σε μειονέκτημά μας, που φυσικά δύσκολα γίνεται «αποδεκτό».

Η σωστή, αποτελεσματική «διαχείριση» μίας χαμένης θέσης, διέπεται από την αρχή του «ευρηματικού παιχνιδιού». Με την έννοια αυτή εννοούμε την επέκταση του πεδίου των κινήσεων που λαμβάνονται υπόψη, εξετάζοντας κινήσεις που δε θα διαλέγαμε κατά την κανονική πορεία μίας παρτίδας. Περιλαμβάνει κινήσεις αντίθετες στη «λογική» της θέσης, θυσία υλικού με σκοπό το πέρασμα σε δύσκολα αλλά με πολλές αμυντικές δυνατότητες φινάλε, και άλλες αντιδράσεις σε θέσεις με στρατηγικό ή υλικό μειονέκτημα.

Άλλωστε, η πλευρά που έχει «φορτωθεί» τη χαμένη θέση πρακτικά δεν έχει τίποτα να χάσει! Η «υποχρέωση» της νίκης έχει περάσει στην πλευρά που υπερέχει και αποζητά απεγνωσμένα «το τέλος», χωρίς να «αποδέχεται» την έννοια του ρίσκου. Υποχρέωση της πλευράς που μειονεκτεί είναι να μην παραδοθεί και να παλέψει, με την έννοια της συνεχούς υποβολής προβλημάτων στον αντίπαλο . Η ήττα φυσικά είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα, αφού η θέση είναι χαμένη, όμως υπάρχει η υποχρέωση της μάχης και όχι η άνευ όρων παράδοση.

Από το βιβλίο του Στράτου Γρίβα "Σκακιστική Προπόνηση"