ΤΟ ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ
Παλιά, καθένας μπορούσε να σκεφτεί όσο ήθελε. Σε φιλικούς αγώνες αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί συνήθως τελείωναν γρήγορα.Όταν όμως οι άνθρωποι άρχισαν να παίρνουν το σκάκι πιο σοβαρά, πολλοί ήθελαν να σκεφτούν ώρες ολόκληρες. Τότε δεν ήταν σπάνιο μια παρτίδα να διακόπτεται, ώστε να κοιμηθούν οι δύο αντίπαλοι και να συνεχιστεί την άλλη μέρα. Αυτή η συνήθεια εξαλείφθηκε στο τέλος του 20ού αιώνα, εξαιτίας της ποιοτικής εξέλιξης των προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αφού ο καθένας θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να βοηθηθεί στην επιλογή των κινήσεων που θα ακολουθούσαν μετά τη διακοπή της παρτίδας.
Τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε κανένας χρονικός περιορισμός, οπότε ορισμένοι παίκτες προσπαθούσαν να εξαντλήσουν τους αντιπάλους τους με πολύωρη σκέψη για μια κίνηση.Υπάρχουν αναφορές ότι κόποιοι ιδιαίτερα αργοί σκακιστές δαπάνησαν 11 ώρες για μία κίνηση! Το ρεκόρ μετά το 1870 κατέχει ο Πορτογάλος Francisco R. Torres Trois, που στην παρτίδα του το 1980 εναντιον του Luis M.C.P. Santos στο Βίγκο της Ισπανίας σκέφτηκε 2 ώρες και 20' για την 7η κίνησή του (το όριο σκέψης τότε ήταν 2% ώρεςγια 40 κινήσεις).
Η πρώτη επίσημη σκακιστική συνάντηση στην οποία υπήρχε όριο χρόνου σκέψης ήταν το ματς Anderssen-Kolisch, το 1861. Κάθε παίκτης διέθετε 2 ώρες για 24 κινήσεις, αλλά η κλεψύδρα που μετρούσε τον χρόνο αποδείχθηκε δύσχρηστη και αποσπούσε την προσοχή τους. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην εφεύρεση του σκακιού χρονομέτρου, χάρη στο οποίο υπολογίζεται ο συνολικός χρόνος σκέψης κάθε παίκτη.
Πρόκεπαι για έναν πολύ απλό μηχανισμό, όπου δύο ρολόγια είναι ενωμένα στην ίδια συσκευή. Δεν μπορούν ποτέ να δουλεύουν και τα δύο μαζί, όμως το καθένα τους ξεκινάει και σταματάει όπως κάθε άλλο χρονόμετρο πατώντας ένα κουμπί.
Το διπλό σκακιστικό ρολόι τοποθετείται έτσι που το ένα ρολόι να βρίσκεται από την παράταξη των λευκών και το άλλο από την παράταξη των μαύρων. Πριν από την πρώτη κίνηση, τα μαύρα ενεργοποιούν το χρονόμετρο των λευκών που αρχίζουν να σκέφτονται. Μόλις παίξουν, τα λευκά σταματάνε το δικό τους χρονόμετρο και ταυτόχρονα ενεργοποιούν το αλλο, ενέργεια που επαναλαμβάνουν τα μαύρα με τη σειρά τους. Η παρτίδα συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, κίνηση προς κίνηση, υπολογίζοντας στο τέλος πόσο χρόνο ξόδεψε ο καθένας για όλες τις κινήσεις μαζί.
Δεν έχει καμία σημασία για το αποτέλεσμα της παρτίδας ποιος παίκτης ξόδεψε περισσότερο χρόνο για σκέψη, απαγορεύεται όμως να σκεφτεί κανείς παραπάνω από ένα συμφωνημένο όριο. Στις επίσημες συναντήσεις, αυτό είναι συνήθως 3 λεπτά της ώρας για κάθε κίνηση, κατά μέσο όρο όμως και όχι για κάθε ξεχωριστή κίνηση. Επειδή μερικές θέσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες και απαιτούν πολλή σκέψη, στην κάθε παράταξη δίνονται συνολικά 2 ώρες για 40 κινήσεις είναι στην ευχέρεια κάθε αντιπάλου να αποφασίσει σε ποια κίνηση θα παίξει γρήγορα και σε ποια θα σκεφτεί αρκετά. Ορισμένες επιλογές μπορούν να γίνουν εύκολα, π.χ. όταν απειλείται ο Ρ και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να εξουδετερωθεί η απειλή, κάθε ισχυρός παίκτης δεν θα ξοδέψει περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως, μπορεί να δαπανηθεί περισσότερη από μισή ώρα σκέψης.
Μετά την 40ή κίνηση, μπορεί να δοθεί από μια ώρα σε κάθε αντίπαλο είτε για την υπόλοιπη παρτίδα είτε για τις επόμενες 20 κινήσεις και μετά ξανά άλλο τόσο κ.ο.κ. Αν περάσει ο προκαθορισμένος χρόνος και δεν έχει γίνει ο συμφωνημένος αριθμός κινήσεων, τότε η παράταξη που παρέβη πρώτη τη συμφωνία χάνει αυτόματα την παρτίδα, εφόσον όμως ο αντίπαλος στρατός διαθέτει επαρκές υλικό για να πραγματοποιήσει ματ (έστω και μόνο ένα πιόνι που μπορεί να προαχθεί)
Χάρη στο σκακιστικό χρονόμετρο, οι δύο αντίπαλοι έχουν στη διάθεσή τους ίδιο χρόνο σκέψης. Έτσι, οι περισσότερες επίσημες παρτίδες υψηλού επιπέδου κρατάνε 30-50 κινήσεις και 3-5 ώρες. Μπορεί όμως να παίξει κανείς πιο γρήγορα, περιορίζοντας από την αρχή το χρόνο σκέψης. Πολύ συνηθισμένη διασκέδαση ισχυρών σκακιστών είναι το «μπλιτς», δηλαδή πολύ γρήγορο παιχνίδι όπου κάθε παράταξη έχει μόλις πέντε λεπτά για ολόκληρη την παρτίδα, που γι' αυτό αποκλείεται να διαρκέσει πάνω από 10' συνολικά! (Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη «blitz», που σημαίνει «κεραυνός».) Το μπλιτς απαιτεί ταχύτητα αντίληψης και εξαιρετικά γρήγορα ανακλαστικά, οπότε μπορεί κανείς να είναι καλός στο «κανονικό» σκάκι και μέτριος στο μπλιτς ή το αντίθετο οι γρήγορες αλλαγές στην εξέλιξη της παρτίδας δεν επιτρέπουν τη χάραξη βαθυστόχαστης μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Έτσι το μπλιτς είναι συναρπαστικό για τους θεατές, ενώ μπορεί να διεξαχθεί ολόκληρο τουρνουά στη διάρκεια μιας μόνο ημέρας.
Μια ενδιάμεση κατάσταση είναι το λεγόμενο «γρήγορο» σκάκι (ο διεθνής όρος είναι «rapid»), στο οποίο υπάρχει σαφής περιορισμός του χρόνου σκέψης, αλλό όχι τόσο μεγόλος όπως στο μπλιτς: συνήθως κόθε αντίπαλος διαθέτει 30' για ολόκληρη την παρτίδα, η οποία έτσι έχει μέγιστο όριο διόρκειας 1 ώρα. Όπως και σε κανονικούς επίσημους αγώνες, η υπέρβαση του ορίου σκέψης συνεπόγεται μηδενισμό (εφόσον η αντίπαλη παράταξη διατηρεί την ευχέρεια να κάνει ματ). Η δημοτικότητα του γρήγορου σκακιού αυξάνει συνεχώς, κυρίως ανάμεσα σε ερασιτέχνες που δεν διαθέτουν αρκετό χρόνο να συμμετάσχουν σε τουρνουά με συνηθισμένο όριο σκέψης.
Βέβαια, με αισθητά μειωμένο χρόνο σκέψης δεν μπορούν να παιχτούν παρτίδες υψηλού επιπέδου: συνήθως παρουσιόζουν ενδιαφέρουσες φάσεις αλλά, πολύ συχνά, και σοβαρότατα λάθη. Επειδή στο σκάκι οι κινήσεις που παίζονται σπάνια είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, όπως π.χ. μπορούν να είναι οι ξεχωριστοί πάντοι στην ανπσφαίριση, αλλά συνδέονται με μια αλληλουχία λογικών επιχειρημάτων και εργασιών, μια παρτίδα με αργά χρόνο σκέψης έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παιχτεί σε υψηλό επίπεδο και από τους δύο αντιπόλους. Κατ' επέκταση, θα έχει και πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον η αναπα- ράστασή της σε άλλο τόπο και χρόνο, όπως συμβαίνει και με έργα τέχνης.
Ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στο αγωνιστικό σκόκι είναι τα ηλεκτρονικό χρονόμετρα, τα οποία προσφέρουν πολύ περισσότερες εναλλακτικές δυνατότητες κατανομής του χρόνου σκέψης. Μια ιδέα που έχει ήδη δοκιμαστεί αρκετό (και στην Ελλόδα) είναι να έχει κάθε παίκτης 90' για ολόκληρη την παρτίδα και επιπλέον να προστίθενται αυτόματα 30” στο χρονόμετρά του για κάθε κίνηση που παίζει. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος όρος διόρκειας μιας παρτίδας μικραίνει κάπως, σε σύγκριση με τους πιο παραδοσιακούς «αργούς» αγώνες, αλλά και ότι στο τελικό της στάδιο είναι πολύ πιο εύκολο να διαπραχθούν σημαντικά λάθη. Γι' αυτό, η τάση στις αρχές του 21ου αιώνα είναι να δημιουργηθεί μια νέα ισορροπία ανόμεσα στο επιθυμητό και στο εφικτό .
Απο το βιβλίο του Ηλία Κουρκουνάκη "Σκακι για αρχαριους και οχι μονο"